- συγχυσμένος
- η , ο1) взволнованный, расстроенный; 2) раздражённый, рассерженный, возмущённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek
συγχύζω — και διαλ. τ. συχύζω Ν 1. συγχέω, μπερδεύω 2. ανακατεύω, ανακατώνω 3. αδυνατώ να διακρίνω ή να διευκρινίσω κάτι (α. «συγχύζει τα πρόσωπα και τα πράγματα» β. «συγχύζω τις έννοιες») 4. διαταράσσω, αναστατώνω 5. καθιστώ κάτι ασαφές, συσκοτίζω 6.… … Dictionary of Greek
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek
συγχύζομαι — συγχύζομαι, συγχύστηκα, συγχυσμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγχύζω — και συχύζω σύ(γ)χυσα, συ(γ)χύστηκα, συγχυσμένος 1. συσκοτίζω, μπερδεύω: Αντί να ξεδιαλύνει τα πράγματα τα συγχύζει περισσότερο. 2. ανακατώνω ψυχικά, εκνευρίζω: Πάλι με σύγχυσες σήμερα με τις ανοησίες σου. – Συγχύστηκε απ αυτά που του είπα κι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)